εριπνα

εριπνα
    ἐρίπνα
    ион. ἐρίπνη -ης ἥ обрывистая скала, обрыв, круча
    

(οὔρειαι ἐρίπναι Eur.; Ἀθωέος = Ἄθως Anth.)

    ἐπάλξεων ἐρίπναι Eur. — высоты твердынь


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εριπνα" в других словарях:

  • ἐρίπνα — ἐρίπνᾱ , ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc/acc dual ἐρίπνᾱ , ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίπνᾳ — ἐρίπναι , ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc pl ἐρίπνᾱͅ , ἐρίπνη broken cliff fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίπνας — ἐρίπνᾱς , ἐρίπνη broken cliff fem acc pl ἐρίπνᾱς , ἐρίπνη broken cliff fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερίπνη — ἐρίπνη και ἐρίπνα, ἡ (Α) 1. απότομος βράχος, γκρεμός 2. φρ. «ἐπάλξεων ἐρίπναι» τα άκρα τών επάλξεων ή οι πύργοι πάνω από τις επάλξεις (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείπω, με τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ ) τού θέματος] …   Dictionary of Greek

  • ἐρίπναι — ἐρίπνη broken cliff fem nom/voc pl ἐρίπνᾱͅ , ἐρίπνη broken cliff fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»